- σωμασκητής
- σωμασκητήςone that practises bodily exercisesmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σωμασκητής — ὁ, Α [σωμασκῶ] αυτός που ασκεί το σώμα του, ο αθλητής … Dictionary of Greek